Μοραβός

Μοραβός
θηλ. -ή [Μοραβία]
ο κάτοικος τής Μοραβίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μοραβία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κομένιους, Γιαν Αμός — (Jan Amos Comenius, Νίβνιτσε, Μοραβία 1592 – Άμστερνταμ 1670). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Μοραβού παιδαγωγού Γ.Ά. Κομένσκι (Komensky). Σπούδασε στα σχολεία του Πρέροφ και στην Ακαδημία Χέρμπορν στο Νασάου, όπου δέχτηκε την επίδραση του …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος και Μεθόδιος — (9ος αι. μ.Χ.). Αδελφοί κληρικοί, λόγιοι και ιεραπόστολοι από τη Θεσσαλονίκη, άγιοι της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, «απόστολοι των Σλάβων». Ήταν γιοι του βυζαντινού στρατιωτικού Λέοντα. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Mεθόδιος (Θεσσαλονίκη 827 – Ρώμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”